- στερλίνα
- (sterling). Αγγλική νομισματική μονάδα. Για πολύ καιρό η σ. κατείχε στη διεθνή σκηνή προνομιούχα θέση, εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής σημασίας της Μ. Βρετανίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Εκτός του ότι ήταν το κοινό νόμισμα για τις συναλλαγές μέσα στην Κοινοπολιτεία, η σ. έπαιζε και σημαντικό ρόλο ως διεθνές μέσο πληρωμής και αποθεματικό νόμισμα, καλύπτοντας έτσι μια γεωγραφική περιοχή, που για τον λόγο αυτό λεγόταν ζώνη της σ. και ξεπερνούσε τα όρια της βρετανικής αυτοκρατορίας. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο (περισσότερο όμως μετά τον B’), η μειωμένη οικονομική δύναμη της Μ. Βρετανίας και η αντίστοιχη άνοδος των ΗΠΑ περιόρισαν την υπεροχή της σ., που αναγκάστηκε να υποστεί σοβαρές υποτιμήσεις, η σοβαρότερη από τις οποίες έγινε το 1949, που έριξε την αξία της κατά 30% κατεβάζοντας την από 4 σε 2,80 δολάρια. Ακολούθησε το 1967 νέα υποτίμηση (14,3%), που κατέβασε την ισοτιμία με το δολάριο στα 2,40. Τον Δεκέμβριο του 1971 η ουσιαστική υποτίμηση του δολαρίου οδήγησε και στην ανατίμηση της σ., μαζί με τα περισσότερα νομίσματα, στα 2,606 δολάρια, δηλαδή κατά 8,6% όσο ακριβώς ανατιμήθηκε και ο χρυσός σε δολάρια. Η νέα όμως αυτή ισοτιμία δεν διατηρήθηκε περισσότερο από ένα εξάμηνο, γιατί τον Ιούνιο του 1972 εγκαταλείφτηκε προσωρινά η σταθερή ισοτιμία και η σχέση της σ. με τα άλλα νομίσματα άρχισε να διαμορφώνεται ελεύθερα στην αγορά συναλλάγματος. Από το 1971 η σ. (που προηγουμένως διαιρούνταν σε 20 σελίνια, από 12 πένες το καθένα) προσχώρησε στο δεκαδικό σύστημα και υποδιαιρείται σε 100 πένες.
* * *η, Ν1. (οικον.) βασική νομισματική μονάδα τής Μεγάλης Βρετανίας, αλλ. λίρα στερλίνα ή λίρα Αγγλίας2. φρ. «ζώνη στερλίνας» — το σύνολο τών κρατών που είχαν συνδέσει την ισοτιμία τών εθνικών τους νομισμάτων με τη βρετανική στερλίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sterlina < αγγλ. sterling].
Dictionary of Greek. 2013.